- πανάγαθος
- -η, -οο αγαθός στον ανώτερο βαθμό, κυρίως επίθ. του Θεού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανάγαθος — absolutely good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθος — η, ο (ΑΜ πανάγαθος, ον, Α θηλ. και η) αγαθός σε υπέρτατο βαθμό, γεμάτος καλοσύνη νεοελλ. μσν. (το αρσ. και ως κύριο όν.) προσωνυμία τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγαθός] … Dictionary of Greek
παναγάθων — πανάγαθος absolutely good fem gen pl πανάγαθος absolutely good masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθον — πανάγαθος absolutely good masc acc sg πανάγαθος absolutely good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθη — πανάγαθος absolutely good fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθοις — πανάγαθος absolutely good masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθου — πανάγαθος absolutely good masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγάθῳ — πανάγαθος absolutely good masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθα — πανάγαθος absolutely good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγαθε — πανάγαθος absolutely good masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)